μοσκέτο

μοσκέτο
και μουσκέτο, το
1. φορητό πυροβόλο όπλο με λεία κάννη, κατά κανόνα εμπροσθογεμές, πρόδρομος τού τυφεκίου
2. θανατική εκτέλεση με τουφεκισμό («αυτός χρειάζεται μουσκέτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. moscheto < αρχ. ιταλ. moschetto, moschetta «βέλος για ένα είδος μεσαιωνικού τόξου» (υποκορ. τοὺ ιταλ. mosca < λατ. musca «μύγα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”